«Μην κάνεις τίποτα, μην αλλάξεις ούτε νότα. Αυτό είναι το “Twin Peaks”»
Η συνεργασία Ντέιβιντ Λιντς – Άντζελο Μπανταλαμέντι θεωρείται ως μία από τις πλέον σημαντικές και κομβικές στην ιστορία του κινηματογράφου και της τηλεόρασης
Στο τελευταίο αντίο των φαν και των σινεφίλ στα social media, θα συναντήσει κανείς μια κοινή παραδοχή. Ο σπουδαίος Ντέιβιντ Λιντς, ο οποίος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών, ήταν ο σκηνοθέτης του οποίου τα films ακροβατούσαν, όσο κανενός άλλου, ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο, τα παράλληλα σύμπαντα και το ανθρώπινο υποσυνείδητο. Εικόνες που στοιχειώνουν, χαρακτήρες προσιτοί και ταυτόχρονα εξωφρενικά αλλόκοτοι, απόκοσμα δωμάτια και τοπία, πάνω από όλα δε η συνεχής ταλάντευση ανάμεσα στον εφιάλτη και το όνειρο. Ο Ντέιβιντ Λιντς ήταν ο σκηνοθέτης που ανάγκασε τον πρωταγωνιστή του «Twin Peaks», Kyle MacLachlan, να παραδεχτεί πως υπήρξαν διάφορα γεγονότα στην υπόθεση της σειράς, τα οποία οι φαν ίσως να κατάλαβαν καλύτερα από αυτόν. Η επαφή και εξοικείωση με τις ταινίες και το σύνολο της δουλειάς του ήταν ένα σοκ για οποιονδήποτε είχε ξεκινήσει το κινηματογραφικό του ταξίδι από τα blockbusters της κάθε εποχής, αποτελώντας ουσιαστικά τη μετάβαση στην ουσιαστική περιήγηση στον κινηματογραφικό πλούτο περασμένων δεκαετιών. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, στην ανάδειξη του ιδίου και του έργου του ως πολιτιστικού σημείου αναφοράς, πολύ μεγάλο ρόλο έπαιξαν και τα soundtracks των ταινιών και σειρών του. Μουσικές εξίσου απόκοσμες με τους κόσμους που δημιουργούσε, εθιστικές παρά το γκροτέσκο του ασυνείδητου που συχνά συνόδευαν στις ταινίες του Λιντς, εκεί που ακόμα και ένα εύθυμο ιντερλούδιο βασισμένο σε μια παλιά jazz μελωδία, θα μπορούσε να θεωρηθεί «ύποπτο».
Ήταν αναμενόμενο λοιπόν για την ανήσυχη φύση του να πειραματιστεί με τη μουσική και τη σύνθεσή της σε μεγαλύτερο βαθμό, καταλήγοντας έτσι να κυκλοφορήσει συνολικά τρία studio albums. Το υλικό αυτών των δίσκων ήταν καθόλα πειραματικό και διερευνητικό, σε μεγάλο βαθμό «βιομηχανικό» και με έντονο το στοιχείο του industrial rock, με τις συγκρίσεις να περιλαμβάνουν κατά καιρούς ονόματα όπως αυτά των Tom Waits, Captain Beefheart, καθώς και φυσικά του αγαπημένου του συνεργάτη Ντέιβιντ Μπόουι. Ta προσωπικά άλμπουμ του Ντέιβιντ Λιντς «BlueBOB» (2001), «Crazy Clown Time» (2011) και «The Big Dream» (2013) αποτελούν σίγουρα κειμήλια για τους φανατικούς ακολούθους του, ωστόσο οι υποψιασμένοι είχαν καταλάβει από πολύ νωρίς την προσέγγισή του, όσον αφορά στη μουσική που θα συνόδευε τα πολυεπίπεδα έργα του. Από τους «ανήσυχους» ήχους του ντεμπούτου του Λιντς «Eraserhead», την παράταιρη αλλά ταυτόχρονα εθιστική χρήση ενός metal τραγουδιού («Slaughterhouse» από τους Powermad) στην «Ατίθαση Καρδιά», μέχρι τα καθηλωτικά θέματα των Mulholland Drive και Twin Peaks, ο σκηνοθέτης «έντυνε» μουσικά με τον πλέον ιδανικό τρόπο τις δημιουργίες του, προσθέτοντας αριστουργηματικές πινελιές στην εκάστοτε παραλλαγή του δυστοπικού σύμπαντός του. Βασικός συνοδοιπόρος του σε αυτό το ταξίδι, ο σπουδαίος και βραβευμένος με Grammy Αμερικανός συνθέτης, Άντζελο Μπανταλαμέντι, ο οποίος έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο του 2022.
Το θρυλικό δίδυμο Ντέιβιντ Λιντς – Άντζελο Μπανταλαμέντι
Η συνεργασία των δύο ανδρών θεωρείται σήμερα ως μία από τις πλέον σημαντικές και κομβικές στην ιστορία του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Η αρχή έγινε με την πρόσληψη του Μπανταλαμέντι από τον Λιντς στο πλαίσιο του «Blue Velvet» του 1986, με το συνθέτη να παραδίδει μαθήματα φωνητικής στην τότε σύντροφο του σκηνοθέτη, Ιζαμπέλα Ροσελίνι. Η εξαιρετική χημεία τους οδήγησε τον Λιντς πολύ γρήγορα στο να ζητήσει από τον Μπανταλαμέντι να συνθέσει και μουσική για την ταινία, με το σημείο αυτό να θεωρείται η αρχή ενός ιστορικού μοτίβου εργασίας. Ο σκηνοθέτης θα περιέγραφε σκηνές και συναισθήματα στον Μπανταλαμέντι, ο οποίος στο πιάνο του θα μετέφραζε αυτές τις περιγραφές στις μελωδίες που σήμερα οι σινεφίλ γνωρίζουν και αγαπούν. Πρόκειται για μελωδίες ταυτόσημες με το εκάστοτε φιλμ, μουσικά θέματα που προέρχονται από τη συνεργασία δύο τελειομανών καλλιτεχνών που φημίζονταν για την προσοχή στη λεπτομέρεια. Η δουλειά τους φυσικά φτάνει στο αποκορύφωμά της με τη μουσική της θρυλικής σειράς «Twin Peaks», με τα μαγευτικά θέματα του synthesizer να συντίθενται πριν από το γύρισμα ενός πολύ μεγάλου μέρους της σειράς, επηρεάζοντας έτσι σε πολύ σημαντικό βαθμό τη γενικότερη ατμόσφαιρα. Μιλώντας για το πως προέκυψε το soundtrack του Twin Peaks, ο Άντζελο Μπανταλαμέντι θα θυμηθεί πριν από χρόνια, καθισμένος στο αγαπημένο του synthesizer:
«Αυτό είναι το keyboard όπου δημιουργήθηκαν όλα τα βασικά θέματα για το “Twin Peaks“. Είναι ένα παλιό Fender Rhodes, κάπως “ταλαιπωρημένο”. O Ντέιβιντ θα καθόταν εδώ στα δεξιά μου και θα βάζαμε μια κασέτα πάνω από το keyboard, απλά για να ηχογραφεί. Κι εγώ θα του έλεγα “Λοιπόν, τι βλέπεις Ντέιβιντ; Απλά μίλα μου”. Και αυτός θα μου απαντούσε “Oκ Άντζελο, είμαστε σε ένα σκοτεινό δάσος τώρα. Ένας απαλός αέρας φυσάει ανάμεσα στις συκομουριές. Το φεγγάρι έχει εμφανιστεί. Πιο πίσω ακούγονται ήχοι από τα ζώα της περιοχής. Μπορείς να ακούσεις μια κουκουβάγια. Είσαι μέσα στο δάσος. Βάλε με μέσα σε αυτό το όμορφο σκοτάδι με τον απαλό αέρα”. Εγώ άρχισα να παίζω. Μπορούσες να δεις πως στο μυαλό του άρχισε να δίνει εικόνα στην περιγραφή που σκέφτηκε. Και τότε θα μου έλεγε πως “Τώρα θα κάνουμε μια αλλαγή. Διότι πίσω από το δέντρο βρίσκεται αυτό το μοναχικό κορίτσι. Το όνομά της είναι Λόρα Πάλμερ. Είναι πολύ στενάχωρο. Βρες κάτι που να της ταιριάζει.”. Όταν τελείωσα το θέμα, σηκώθηκε και με αγκάλιασε. Μου είπε “Μην κάνεις τίποτα, μην αλλάξεις ούτε νότα. Αυτό είναι το “Twin Peaks“».
Το μουσικό θέμα της σειράς αποτελεί σήμερα ένα pop ορόσημο, ανάλογο με θρυλικά intros όπως το «I’ll be there for you» από τα Φιλαράκια, τη μυστηριώδη εισαγωγή του Breaking Bad και το «Woke Up This Morning» των Sopranos. Ωστόσο δεν ήταν η μοναδική φορά που η συνεργασία Λιντς – Μπανταλαμέντι έδωσε ένα σπουδαίο αποτέλεσμα, καθώς κάτι αντίστοιχο συνέβη και στα «Mulholland Drive», «Ατίθαση Καρδιά», κυρίως δε στη μουσική που συνόδευσε τη σουρεαλιστική noir ατμόσφαιρα της «Χαμένης Λεωφόρου». Οι συνθέσεις του Μπανταλαμέντι συμπλήρωναν ιδανικά τις αφηγήσεις του Λιντς, στεκόμενες την ίδια στιγμή ως ολοκληρωμένες αυτόνομες μουσικές δημιουργίες. Πλέον με τον θάνατο και των δύο δημιουργών, η σχεδόν τηλεπαθητική σχέση και κατανόηση που είχαν μεταξύ τους αποτελεί πρότυπο για την ουσιαστική ενίσχυση των φιλμ, των εικόνων και της εν γένει αισθητικής μιας κινηματογραφικής δημιουργίας.Ρηξικέλευθος και υπερβατικός στο σύνολο της δουλειάς του, ο Ντέιβιντ Λιντς επηρέασε όσο λίγοι την όλη διαδικασία των soundtracks, καταφέρνοντας να δημιουργήσει μοναδικές οπτικοακουστικές εμπειρίες που ενέπνευσαν σε σημαντικό βαθμό τους νεότερους κινηματογραφιστές. Τα ηχητικά θέματα που συνοδεύουν τις ταινίες και σειρές του υπήρξαν το ίδιο σημαντικά με τα οπτικά στοιχεία και τις αφηγήσεις αυτών, αποδίδοντας με τον καλύτερο τρόπο τις βαθιές ψυχολογικές απεικονίσεις των χαρακτήρων που δημιούργησε. Ο Λιντς δε δίσταζε να εναλλάσσει με ξαφνικό τρόπο το μουσικό background σε σκηνές των ταινιών του, ενώ τα soundtracks με τα οποία συνδέθηκε χαρακτηρίζονται εξαιρετικά «ατμοσφαιρικά», σύμφωνα με τη συνήθη και καταχρηστική έννοια του όρου. Ταινίες όπως το «Μπλε Βελούδο» και το «Mulholland Drive» είναι χαρακτηριστικές ως προς την ατμόσφαιρα αυτή, με τις συχνές εναλλαγές να προδίδουν τις αντίστοιχες αλλαγές της διάθεσης, και μουσικά είδη όπως η κλασική, η ambient και το industrial να συνδυάζονται με τον πλέον περίτεχνο τρόπο. Ο συνδυασμός αυτός αποτέλεσε έτσι το κατάλληλο ηχητικό υπόβαθρο για τις εναλλαγές μεταξύ πραγματικότητας, ονείρου και εφιάλτη, με την οποίες ο Λιντς ουσιαστικά ταυτίστηκε στην καριέρα του και στη συνείδηση των σινεφίλ. Πέρα από τον Άντζελο Μπανταλαμέντι, συνεργάτης του σκηνοθέτη υπήρξε και ο Τρεντ Ρέζνορ των Nine Inch Nails, ο οποίος έκανε την παραγωγή και συνέγραψε το soundtrack της «Χαμένης Λεωφόρου». Ο δε Ντέιβιντ Μπόουι μπορεί να μη συνεργάστηκε στο μουσικό κομμάτι με τον σκηνοθέτη, η ερμηνεία του όμως ως «Phillip Jeffries» στο Twin Peaks είναι κάτι παραπάνω από αξιομνημόνευτη, ανάμεσα στους fans της σειράς.
Ο Ντέιβιντ Λιντς έφυγε από τη ζωή αλλά το σύνολο του έργου του τον κατατάσσει στους πραγματικά σπουδαίους της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Μέσα από τις ταινίες του, θα συνεχίσουν να γοητεύουν και τα μαγευτικά soundtracks που τις συνοδεύουν. Οι ιδιαίτερες αυτές συνθέσεις που συνυπήρξαν μαεστρικά με τις εικόνες και τις αφηγήσεις, αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος των χαρακτήρων και του συναισθηματικού βάθους τους. Η μουσική του Ντέιβιντ Λιντς είναι σήμερα ένα κομμάτι της pop κουλτούρας, ήχοι που ξεκινούν ως απόκοσμοι και δυσπρόσιτοι για να καταλήξουν να γίνονται εθιστικοί. Όπως και η ίδια η κινηματογραφική κληρονομιά του σκηνοθέτη, παράξενη, πνευματώδης, συναισθηματική και καθηλωτική.